Δίκη Θ. Σίψα: Η κρατική σκευωρία κατέρρευσε

Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΕΥΩΡΙΑ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ – ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

pano_mik_sipsasΩς συνέλευση αλληλεγγύης στον σύντροφο Θοδωρή Σίψα είχαμε αποφασίσει να καλύψουμε τις συνεδριάσεις του δικαστηρίου, αναρτώντας σχετικές ανταποκρίσεις έπειτα από την κάθε συνεδρίαση. Η ανταπόκριση από τη 2η συνεδρίαση της 14ης Οκτωβρίου είχε προ πολλού ολοκληρωθεί, αλλά κρίθηκε σκόπιμο να δημοσιευθεί μαζί με τις δύο διαδοχικές συνεδριάσεις της 27ης και της 31ης Οκτωβρίου. Εντούτοις, στην 4η συνεδρίαση η δίκη έλαβε τέλος με το γνωστό αποτέλεσμα· με την πανηγυρική, δηλαδή, αθώωση και ηθική δικαίωση του συντρόφου και την εκκωφαντική αποδόμηση των μεθοδεύσεων της κρατικής ασφάλειας. Ως συνέλευση κρίναμε, λοιπόν, πως δεν έχει νόημα πλέον να αναρτηθούν αναλυτικά οι ανταποκρίσεις από τις συνεδριάσεις, αλλά ότι είναι προτιμότερο να συνοψίσουμε τα σημεία εκείνα που καταδεικνύουν το πώς κατασκευάστηκε αυτή η δικογραφία από τους μπάτσους και πώς αποδομήθηκε από τα ίδια τους τα λεγόμενα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Όχι μόνο για την ιστορία, αλλά και για να αποκαλυφθούν στο ευρύτερο κοινό κάποιες από τις τρομακτικές λεπτομέρειες μίας από τις μεγαλύτερες σκευωρίες στα μπατσικά χρονικά· ειδικά στο βαθμό που οι δημοσιογραφικές πηγές φρόντισαν να μειώσουν τη ροή των σχετικών πληροφοριών, από τη στιγμή που η υπόθεση έπαιρνε σταδιακά τη μορφή φιάσκου. Και επιπλέον, για λόγους κινηματικής γνώσης σχετικά με το πώς κατασκευάζονται με τεχνικούς όρους οι δικογραφίες, αναδεικνύοντας ουσιαστικά κάποιες από τις λεπτομέρειες μιας κατά τ’ άλλα γνώριμης μπατσικής μεθοδολογίας. Η συγκεκριμένη, λοιπόν, τελευταία ανάρτηση της συνέλευσης θα είναι, κατά κύριο λόγο, μία σύνοψη από τις καταθέσεις των αστυνομικών της κρατικής ασφάλειας, που επιβεβαίωσαν αυτό που ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος και ο ευρύτερος χώρος του κοινωνικού ανταγωνισμού υποστήριζαν εξαρχής: πως η δίωξη του συντρόφου ήταν μία κατεξοχήν πολιτική δίωξη.

Από την αστυνομία κατέθεσαν συνολικά 7 άτομα κατά τη διάρκεια της 3ης και της 4ης συνεδρίασης. Ο πρώτος ήταν ο επικεφαλής της διμοιρίας που έσπευσε στο σημείο λίγο μετά τον εμπρησμό της Marfin. Οι υπόλοιποι υπηρετούσαν στην κρατική ασφάλεια και έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθούμε στις δικές τους μαρτυρίες. Μαρτυρίες που αποκάλυψαν εξαρχής τόσο τις αυθαιρεσίες των μπάτσων κατά τη διεξαγωγή των ερευνών όσο και τα κενά των προηγούμενων καταθέσεών τους στον ανακριτή, βάσει των οποίων στοιχειοθετήθηκαν οι βαρύτατες κατηγορίες που αντιμετώπισε ο σύντροφος. Ως γνωστόν, οι διώξεις βασίστηκαν σε ένα ανώνυμο σημείωμα στο οποίο αναφέρονταν τα ονόματα τριών συντρόφων ―συμπεριλαμβανομένου του Θοδωρή Σίψα― και κάποια προσωπικά τους στοιχεία. Ακολούθησαν κατ’ οίκον έρευνες τόσο στα σπίτια τους όσο και σε οικίες που διέμεναν φιλικά τους πρόσωπα. Εξαρχής ήμασταν βέβαιες/οι πως πρόκειται για ένα σημείωμα γραμμένο από την ίδια την κρατική ασφάλεια και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα και από την ίδια την ακροαματική διαδικασία. Και είναι σημαντικό να προσέξει κανείς τις εξηγήσεις που έδωσαν οι ίδιοι οι μπάτσοι σχετικά με αυτό το σημείωμα.

Ένα βασικό, λοιπόν, ερώτημα των συνηγόρων υπεράσπισης αφορούσε την προέλευση αυτού του σημειώματος· πώς έφτασε στη ΓΑΔΑ, αν και πώς ελέγχθηκε η αξιοπιστία του και τι κινήσεις έγιναν ώστε να βρεθεί ο όποιος αποστολέας. Πιο συγκεκριμένα, ένας εκ των μπάτσων ανέφερε πως το επίμαχο σημείωμα έφτασε στη ΓΑΔΑ ταχυδρομικώς, χωρίς να γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες. Στις εύλογες ερωτήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης για το αν έγινε εξέταση δακτυλικών αποτυπωμάτων ή γενετικού υλικού στο φάκελο που περιείχε το σημείωμα, για το αν υπήρχε σφραγίδα ταχυδρομείου στο φάκελο και για το αν αναζητήθηκε το υποκατάστημα των ΕΛΤΑ από το οποίο αυτός ο φάκελος υποτίθεται πως ταχυδρομήθηκε, έτσι ώστε με την εξέταση του υλικού από τις κάμερες του υποκαταστήματος να φανεί ίσως ποιος είναι ο αποστολέας, ο εν λόγω ασφαλίτης απάντησε πως δε γνωρίζει τίποτα. Παρομοίως απάντησαν και οι υπόλοιποι μπάτσοι, τονίζοντας πως είχαν αναλάβει άλλα καθήκοντα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας και πως απλώς εκτελούσαν διαταγές. Η προέλευση, λοιπόν, του εν λόγω σημειώματος δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ. Βρέθηκε ξαφνικά στη ΓΑΔΑ και κάπως έτσι ξεκινάει η πολιτική δίωξη του Θοδωρή Σίψα και των άλλων συντρόφων. Δεν αποσαφηνίστηκε, διότι ο αποστολέας ήταν η ίδια η κρατική ασφάλεια και το σημείωμα ήταν το απαραίτητο μέσο για να δεθεί η υπόθεση. Αυτό έγινε κατανοητό ακόμη και από την έδρα, όταν η πρόεδρος ρώτησε έναν από τους ασφαλίτες για το τι θα έκανε η κρατική ασφάλεια και προς ποια κατεύθυνση θα κινούνταν οι έρευνες αν δεν υπήρχε αυτό το σημείωμα. Η ερμηνεία αυτής της ερώτησης ήταν προφανής: Είχε κάτι άλλο στα χέρια της η αστυνομία ή ελλείψει πληροφοριών έπρεπε να κατασκευάσει μερικά στοιχεία; Όμως, η ασφάλεια σε καμία περίπτωση δεν πρωτοτύπησε σε αυτή την υπόθεση. Οι συνήγοροι υπεράσπισης του συντρόφου έκαναν λόγο για μία προσφιλή πρακτική στην ελληνική αστυνομία, παραπέμποντας μάλιστα σε ένα άρθρο του γνωστού δημοσιογράφου του Βήματος και συνεργάτη των μπάτσων Λαμπρόπουλου, σύμφωνα με το οποίο τα ανώνυμα τηλεφωνήματα ―ή αλλιώς «το κόλπο με τους πληροφοριοδότες»― συνιστούν μία συνήθη για την αστυνομία μεθοδολογία.

Με βάση αυτό το σημείωμα, λοιπόν, δόθηκε εντολή να διεξαχθούν κατ’ οίκον έρευνες. Μέσα από τις αδέξιες και απρόσεκτες καταθέσεις των μπάτσων κατέστη σαφές πως βασικός στόχος αυτών των ερευνών ήταν το να βρεθεί οτιδήποτε θα μπορούσε να αποδείξει αφενός τη συμμετοχή των διωκόμενων στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο αφετέρου τη συμμετοχή τους σε επεισόδια, γενικά και αφηρημένα. Όχι κατ’ ανάγκη πάντως στοιχεία που θα τους συνέδεαν συγκεκριμένα με τον εμπρησμό της Marfin και του Ιανού. Αποκαλύφθηκε, έτσι, πως το ζητούμενο δεν ήταν να βρεθούν ακριβώς οι υπεύθυνοι των εμπρησμών αλλά κάποιοι που αποδεδειγμένα κινούνται στον αναρχικό χώρο, καταδεικνύοντας πως οι συγκεκριμένες διώξεις είχαν ξεκάθαρα πολιτικά κίνητρα και κριτήρια. Αυτό επικυρώνεται και από το γεγονός πως την υπόθεση ανέλαβε εξαρχής το Τμήμα Προστασίας Πολιτεύματος της Κρατικής Ασφάλειας και όχι το Τμήμα Ανθρωποκτονιών, γεγονός που επισημάνθηκε κατ’ επανάληψη από τους συνηγόρους υπεράσπισης του συντρόφου και αποσαφηνίστηκε και από την κατάθεση ενός ασφαλίτη κατά τη διάρκεια της 3ης συνεδρίασης.

Οι πολιτικές διαστάσεις της συγκεκριμένης έρευνας έγιναν, λοιπόν, σύντομα προφανείς. Θα είχε, όμως, νόημα να δούμε πώς αποτυπώθηκαν με τεχνικούς όρους στη διεξαγωγή της ίδιας της έρευνας, όσον αφορά το πρόσωπο του Θοδωρή Σίψα. Ο πρώτος ασφαλίτης που κατέθεσε στο δικαστήριο συμμετείχε στην κατ’ οίκον έρευνα στο σπίτι του συντρόφου και ήταν αυτός που υπέγραψε τη σχετική έκθεση στη ΓΑΔΑ. Μέσα σε αυτή την έκθεση γίνεται αναφορά σε ευρήματα και κατασχεθέντα αντικείμενα, που στη συνέχεια αποδείχτηκε πως δεν είχαν καμία σχέση με την υπόθεση και δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το οτιδήποτε πέρα από το γεγονός πως επρόκειτο για αντικείμενα που μπορεί να βρει κανείς σε ένα οποιοδήποτε σπίτι. Υπήρχε αντιθέτως αναφορά σε ένα συγκεκριμένο στοιχείο που αποδείκνυε πως ο σύντροφος βρισκόταν υπό παρακολούθηση από το παρελθόν λόγω της πολιτικής του δράσης. Ο εν λόγω ασφαλίτης έγραψε στην έκθεσή του πως ο Θοδωρής Σίψας τους παρέδωσε το κινητό του τηλέφωνο κατά τη διάρκεια της έρευνας και της προσαγωγής του. Πέρα από το γεγονός πως δεν τους το παρέδωσε αυτοβούλως αλλά εξαναγκάστηκε, κάτι που δεν αναφέρθηκε πουθενά, εκείνο που έκανε αίσθηση ήταν το ότι ο συγκεκριμένος μπάτσος γνώριζε και τον αριθμό που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη συσκευή. Οι συνήγοροι υπεράσπισης έθεσαν εύλογα το ερώτημα πώς μπορεί να γνωρίζει κανείς τον αριθμό που αντιστοιχεί σε μία συσκευή; Σύμφωνα πάντα με την κατάθεση του εν λόγω ασφαλίτη, η συσκευή αυτή παραδόθηκε απευθείας σε ανώτερούς του και ο ίδιος δε γνώριζε τίποτα από ’κει και πέρα για την τύχη του τηλεφώνου. Πώς όμως ήταν σε θέση να γνωρίζει και να γράψει τον τηλεφωνικό αριθμό στη συγκεκριμένη έκθεση;

Η απάντηση ήταν και πάλι προφανής. Ο τηλεφωνικός αριθμός τού υπαγορεύτηκε από κάποιους άλλους. Αλλά το σημαντικότερο είναι πως ο αριθμός αυτός δεν ήταν ο αριθμός που αντιστοιχούσε όντως σε αυτή τη συσκευή, αλλά ένας αριθμός που είχε πάψει προ πολλού να χρησιμοποιεί ο σύντροφος. Η άρση απορρήτου που έγινε στο συγκεκριμένο τηλέφωνο, πέρα από το ότι δεν προσέφερε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον του συντρόφου, απέδειξε πως οι μπάτσοι δεν είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους· δεν είχαν επικαιροποιήσει, με άλλα λόγια, τα στοιχεία τους. Ο αριθμός αυτός υπήρχε ήδη από το παρελθόν στους φακέλους της ΓΑΔΑ, αποδεικνύοντας αφενός πως η κρατική ασφάλεια παρακολουθούσε από παλιά τον Θοδωρή Σίψα, αφετέρου πως άντλησε στοιχεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση από μία δεξαμενή υπόπτων, μέσα στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο ίδιος, και χρησιμοποίησε, επομένως, ένα πλήθος στοιχείων κατά το δοκούν. Με βάση αυτά τα μη επικαιροποιημένα στοιχεία συντάχτηκε και το περιβόητο ανώνυμο σημείωμα, όπως τονίστηκε επανειλημμένα από τους συνηγόρους υπεράσπισης. Σε αυτήν τη δεξαμενή υπόπτων ανέτρεξε, λοιπόν, η κρατική ασφάλεια για να καλύψει το κενό που δημιουργούσε η έλλειψη στοιχείων και οι άκαρπες έρευνες σχετικά με την υπόθεση. Και αποφάσισε να το κάνει επετειακά, ένα χρόνο ακριβώς μετά τον εμπρησμό της Marfin, οργανώνοντας τη γνωστή επιχείρηση διαπόμπευσης των συντρόφων, περιφέροντας πανηγυρικά τα τεκμήρια μιας κατασκευασμένης διαλεύκανσης και φορτώνοντάς τους τις εξωφρενικές αυτές κατηγορίες, από τις οποίες οι δύο άλλοι σύντροφοι απαλλάχτηκαν στη συνέχεια με βούλευμα και υπό το βάρος των οποίων ο Θοδωρής Σίψας πορεύτηκε μέχρι το τέλος αυτής της ιστορίας.

Οι υπεύθυνοι, λοιπόν, για τον εμπρησμό της Marfin έπρεπε πάση θυσία να βρεθούν μέσα από αυτή τη δεξαμενή υπόπτων. Αυτό αποδείχτηκε ξεκάθαρα από τις καταθέσεις των μπάτσων, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να προσάψουν το οτιδήποτε στο σύντροφο. Οι απαντήσεις τους, ειλικρινείς και ταυτόχρονα εξοργιστικές, κατέδειξαν πως δεν υπήρχε κανένα απολύτως στοιχείο εις βάρος του Θοδωρή Σίψα. Οι παλαιότερες καταθέσεις τους, όμως, στον ανακριτή ήταν αρκετές ώστε να δημιουργηθεί το απαραίτητο ενοχοποιητικό κλίμα και να δεθεί όπως-όπως η συγκεκριμένη υπόθεση. Ως γνωστόν, η ογκώδης αυτή δικογραφία περιείχε ένα τεράστιο αριθμό φωτογραφιών και video από τη διαδήλωση της 5ης Μάη. Σε κάποιες από αυτές τις φωτογραφίες φαίνεται να απεικονίζονται οι φερόμενοι ως δράστες του εμπρησμού, που σύμφωνα με διαφορετικές καταθέσεις λειτουργούσαν συντονισμένα σε ομάδα, και εξαρχής η κρατική ασφάλεια ισχυρίστηκε πως ο σύντροφος είναι ένας απ’ αυτούς. Αυτό που δεν πρόσεξαν, όμως, οι μπάτσοι κατά το «μαγείρεμα» της δικογραφίας ήταν πως άθελά τους είχαν συμπεριλάβει ένα video μέσα στο οποίο φαινόταν καθαρά ο Θοδωρής Σίψας λίγο πριν την επίθεση στη Marfin με εντελώς διαφορετικά ρούχα από τον φερόμενο ως δράστη του εμπρησμού. Όταν κατά την προανάκριση επισημάνθηκε αυτή η διαφορά από το συνήγορο υπεράσπισης του συντρόφου, οι μπάτσοι επινόησαν το τέχνασμα της αλλαγής ρούχων. Ότι ναι μεν στις δύο φωτογραφίες οι εικονιζόμενοι φαίνεται να φορούν διαφορετικά ρούχα, αλλά οι αναρχικοί συνηθίζουν να αλλάζουν ρούχα στις πορείες· δηλαδή υποστήριξαν πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με άλλα ρούχα. Ο ισχυρισμός τους όμως, πέρα από το ότι ήταν καθόλα εξοργιστικός, δεν είχε και καμία απολύτως λογική. Γιατί όπως παραδέχτηκαν και οι ίδιοι κατά την ακροαματική διαδικασία, όταν κάποιος/α αλλάζει ρούχα, φροντίζει να το κάνει μετά την τέλεση του όποιου ποινικού αδικήματος. Με βάση όμως τις καταθέσεις τους και με την παραδοχή πως οι δύο φωτογραφίες απεικονίζουν το ίδιο πρόσωπο, ο σύντροφος φαίνεται να άλλαξε ρούχα πριν την τέλεση του αδικήματος, κάτι που δεν έστεκε ούτε καν στη δική τους λογική.

Αυτός ήταν, λοιπόν, ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς των μπάτσων με βάση τον οποίο επιχειρήθηκε η ταυτοποίηση των δύο ατόμων. Ο γενικότερος συλλογισμός τους συμπυκνώνεται παραδειγματικά στην κατάθεση του δεύτερου ασφαλίτη, ο οποίος ως προϊστάμενος τότε της κρατικής ασφάλειας υποστήριζε τα εξής στον ανακριτή: Ο σωματότυπος των δύο ατόμων είναι όμοιος, τα ρούχα τους είναι μεν διαφορετικά αλλά οι αναρχικοί αλλάζουν ρούχα στις πορείες και το σύντροφο τον είχε δει πολλές φορές στο παρελθόν να συμμετέχει σε εκδηλώσεις τους αναρχικού χώρου, και να φέρει κάποια κοινά ενδυματολογικά χαρακτηριστικά με τον φερόμενο ως δράστη του εμπρησμού. Αυτή ήταν ουσιαστικά η κατάθεση που έδενε την υπόθεση. Με βάση αυτήν ο Θοδωρής Σίψας βρέθηκε το 2013 στα πρόθυρα της προφυλάκισης και με βάση αυτήν παραπέμφθηκε τελικά ως μοναδικός κατηγορούμενος για τον εμπρησμό της Marfin. Στην κατάθεσή του, βέβαια, στο δικαστήριο ο εν λόγω ασφαλίτης τα μάζεψε. Ισχυρίστηκε πως δεν ταυτοποίησε ποτέ τα δύο άτομα, πως μίλησε απλώς για ομοιότητα ως προς τους σωματότυπους, και πως είναι βέβαιος πως ο σύντροφος δεν είναι ο φερόμενος ως δράστης με βάση τις φωτογραφίες που του έδειξε η έδρα. Οι συνήγοροι υπεράσπισης τόνισαν με έμφαση πως η κατάθεσή του στον ανακριτή ήταν αυτή που έστειλε τελικά τον Θοδωρή Σίψα σε δίκη, ενώ σε ερώτησή τους γιατί θεωρεί πως βρίσκεται ο συγκεκριμένος άνθρωπος κατηγορούμενος γι’ αυτή την υπόθεση απάντησε κατηγορηματικά πως δε γνωρίζει το λόγο. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο πρόσωπα ήταν εξαρχής έκδηλες και έπεσαν προφανώς στην αντίληψη και του ίδιου του ανακριτή που χειριζόταν την υπόθεση. Με αίτημά του που εστάλη στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών (ΔΕΕ) ζητούσε να του αποστείλουν τις επίμαχες φωτογραφίες σε μεγαλύτερη ανάλυση και με πιο επαρκή στοιχεία, καθώς εντόπιζε διαφορές. Η απάντηση της ΔΕΕ ήρθε την επόμενη μέρα, δηλώνοντας ευθαρσώς πως η ελληνική αστυνομία δε διαθέτει τα τεχνικά μέσα για κάτι τέτοιο. Το νόημα αυτής της απάντησης είναι και πάλι προφανές· οι μπάτσοι δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να προσκομίσουν πιο ευκρινείς φωτογραφίες, διότι κάτι τέτοιο θα κατέρριπτε αμέσως τον ισχυρισμό τους. Τη δουλειά, λοιπόν, που όφειλε να κάνει η ΔΕΕ την ανέλαβε ένας ιδιωτικός πραγματογνώμονας για λογαριασμό των συνηγόρων υπεράσπισης. Η τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης που προσκόμισε στο δικαστήριο δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολιών τόσο ως προς τις διαφορές μεταξύ των δύο προσώπων όσο και ως προς τους φαιδρούς ισχυρισμούς των μπάτσων.

Τα συμπεράσματα από την ακροαματική διαδικασία ήταν, λοιπόν, αδιαμφισβήτητα και επικυρώθηκαν με τον πιο αδιάσειστο τρόπο μέσα από την έκθεση του πραγματογνώμονα. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο σύντροφος στο πλαίσιο της απολογίας του, ο οποίος φανερά φορτισμένος επανέλαβε αυτό που υποστήριζε εξαρχής. Πως δεν έχει καμία σχέση με τις κατηγορίες που του αποδίδονται, πως συμμετείχε μαζί με τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στη μεγαλειώδη πορεία της 5ης Μάη ενάντια στην ψήφιση του πρώτου μνημονίου και πως η δίωξή του είναι ξεκάθαρα πολιτική. Δεν αναγνώρισε σε καμία περίπτωση τις κατηγορίες που του αποδίδονταν και δεν απολογήθηκε επομένως για κανένα αδίκημα. Αντιθέτως, επανέλαβε αυτό που είχε δηλώσει ήδη από το 2011 κατά την ανωμοτί κατάθεσή του· πως βλέποντας τους καπνούς απο το ισόγειο της τράπεζας και τους υπαλλήλους στο μπαλκόνι να φωνάζουν για βοήθεια, σταμάτησε για λίγο έξω από τη Marfin, προσπαθώντας να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο που κινδύνευε. Γεγονός που κάνει ακόμα πιο εξωφρενικές τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν στη συνέχεια. Επίσης, περιέγραψε τη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη διαδήλωση ως κομμάτι μιας σταθερής παρουσίας του στους κοινωνικούς αγώνες, δείχνοντας πως η συγκεκριμένη δίωξη αφορά την ίδια του την πολιτική διαδρομή. Το τοπίο που διαμορφώθηκε μέσα από την ακροαματική διαδικασία ήταν τόσο ξεκάθαρο που ακόμα και η εισαγγελέας αναγκάστηκε να προτείνει αθώωση. Μετά την εισαγγελική πρόταση, το λόγο πήρε η πολιτική αγωγή η οποία τόνισε πως η συγκεκριμένη δικογραφία θα έπρεπε να είχε μείνει στο στάδιο της προανάκρισης και το συμβούλιο πλημμελειοδικών θα έπρεπε να την είχε «παγώσει» μέχρι να βρεθούν επιπρόσθετα στοιχεία. Αντ’ αυτού, αποφασίστηκε η διαδικασία να προχωρήσει χωρίς επαρκή και ουσιαστικά στοιχεία. Τέλος, η αγόρευση των συνηγόρων υπεράσπισης εστίασε στις σκοπιμότητες της κρατικής ασφάλειας και στα πολιτικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης δίωξης, τονίζοντας τις συνέπειες που είχε για την προσωπική ζωή του συντρόφου η εμπλοκή του στην εν λόγω υπόθεση.

Η δίκη, λοιπόν, του Θοδωρή Σίψα εξελίχτηκε σε απόλυτο φιάσκο για τους διωκτικούς μηχανισμούς. Επί της ουσίας, κανείς από τους ασφαλίτες, που είχαν ήδη καταθέσει στον ανακριτή και είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν το κλίμα που ενοχοποιούσε τον σύντροφο, δεν είχε να αναφέρει τίποτα το συγκεκριμένο εναντίον του και κανείς τους δεν τον ταυτοποίησε με τον φερόμενο ως δράστη. Ο σύντροφος παραπέμφθηκε χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο σε δίκη και οι καταθέσεις των μπάτσων το απέδειξαν με τον πιο έκδηλο τρόπο. Ουσιαστικά εκείνοι που του φόρτωσαν με τις πρότερες καταθέσεις τους τις βαρύτατες αυτές κατηγορίες είναι οι ίδιοι που τον αθώωσαν με τις καταθέσεις τους στο δικαστήριο, ανίκανοι να σηκώσουν το βάρος των ίδιων τους των ισχυρισμών. Η δίκη ολοκληρώθηκε με την απόλυτη αποδόμηση μιας εξοργιστικής, ακόμη και για τον ερασιτεχνισμό της, κρατικής μεθόδευσης, και με την έδρα να αθωώνει ομόφωνα τον Θοδωρή Σίψα από τις κατηγορίες σχετικά με τον εμπρησμό της τράπεζας Marfin και τον τραγικό θάνατο των τριών υπαλλήλων της ―καθώς και τον έτερο κατηγορούμενο Π.Α. από την κατηγορία του εμπρησμού του βιβλιοπωλείου Ιανός―, δίνοντας τέλος σε μία ομηρία πεντέμισι χρόνων. Η ομόφωνη αυτή αθωωτική απόφαση αποτελεί τη μεγαλύτερη ηθική και πολιτική δικαίωση τόσο του συντρόφου όσο και ευρύτερα του αντιεξουσιαστικού/αναρχικού χώρου. Εμείς από την πλευρά μας ως συνέλευση αλληλεγγύης στον σύντροφο Θοδωρή Σίψα, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους δύο συνηγόρους που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της νομικής υποστήριξης και κυρίως θα θέλαμε να στείλουμε τους πιο θερμούς συντροφικούς χαιρετισμούς μας σε όλες τις συλλογικότητες και τα άτομα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο συνέβαλαν όλα αυτά τα χρόνια στη συγκρότηση ενός μαζικού και διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης. Σίψα

Συνέλευση Αλληλεγγύης στον σύντροφο Θ. Σίψα